Άρθρο Γνώμης: Η Δύναμη της Ομάδας στην Εφηβεία - Μάθηση, Ανάπτυξη, Σχέσεις
Mε ποιον τρόπο οι ομαδικές δράσεις στα σχολεία ενισχύουν τη συμμετοχή, την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και την ουσιαστική μάθηση των εφήβων και πώς λειτουργεί σ’ αυτή την κατεύθυνση το Δίκτυο Ενεργών Σχολείων της Πρωτοβουλίας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών & Εφήβων;
από την Κατερίνα Προνοΐτη*
Το Πρόγραμμα Νεανικής Συμμετοχής YES αποτελεί βασικό πυλώνα της Πρωτοβουλίας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών & Εφήβων. Τη σχολική χρονιά 2024–25 ξεκίνησε να υλοποιεί το πρόγραμμα Δικτύου Ενεργών Σχολείων για την Ψυχική Ευημερία και Ευεξία των μαθητών. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, δημόσια σχολεία από όλη τη χώρα άρχισαν να οργανώνουν συναντήσεις με μαθητές, εντάσσοντας για πρώτη φορά στο σχολικό περιβάλλον την αξία των ομαδικών δράσεων διαλόγου ως εναλλακτική μορφή μάθησης και ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης για εφήβους. Μέχρι στιγμής, 108 σχολεία δημόσιας εκπαίδευσης έχουν ενταχθεί στο Δίκτυο Ενεργών Σχολείων.
Το πρόγραμμα λειτουργεί ως πλαίσιο καλλιέργειας κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων, ενίσχυσης της ενημερότητας και προαγωγής της συνεργατικής μάθησης. Ο εκπαιδευτικός αναλαμβάνει ρόλο εμψυχωτή και οι τάξεις γίνονται «ομάδες».
Οι σύγχρονες προσεγγίσεις στη μάθηση αναγνωρίζουν ότι η εκπαίδευση των εφήβων δεν περιορίζεται στη γνωστική ανάπτυξη, αλλά περιλαμβάνει και την ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιοποίηση της ομάδας ως παιδαγωγικού εργαλείου αναδεικνύεται σε αποτελεσματική προσέγγιση που ενισχύει τη συμμετοχή, την αλληλεπίδραση και την αναστοχαστική μάθηση.
Η ομαδο-συνεργατική και η βιωματική μάθηση, όπως περιγράφονται από θεωρητικούς όπως οι Vygotsky, Dewey και Kolb, θέτουν τις βάσεις για ένα εκπαιδευτικό μοντέλο στο οποίο οι έφηβοι μαθαίνουν μέσω του διαλόγου, της συνεργασίας και της προσωπικής εμπλοκής. Οι μαθητές αρχίζουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέλη μιας ομάδας, να παρατηρούν, να αναστοχάζονται και να αλληλεπιδρούν σε ένα πλαίσιο που ευνοεί τη διεργασία και την προσωπική εξέλιξη.
Η ομάδα ως περιβάλλον μάθησης
Ο Γιώργος Μόσχος, διευθυντής του Προγράμματος Νεανικής Συμμετοχής, αναφέρει σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των δράσεων: «Σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και με εκπαιδευτικούς, υποστηρίζουμε και παρακολουθούμε την τακτική υλοποίηση δράσεων διαλόγου για την ψυχική ευημερία και ευεξία, με βοηθητικό υλικό που παρέχουμε σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έτσι ώστε να τεκμηριώσουμε και να προτείνουμε στη συνέχεια τη συστηματική ενσωμάτωση παρόμοιων δράσεων στα σχολεία, με παράλληλη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι δικαίωμα των παιδιών και υποχρέωση της κοινωνίας απέναντί τους».
Πώς όμως λειτουργεί το Δίκτυο και τι ρόλο παίζει η ομάδα; Πρόκειται για ένα δυναμικό σύστημα, όπου τα μέλη αλληλεπιδρούν, συνδιαμορφώνουν νοήματα και αναπτύσσουν κοινές επικοινωνιακές συμβάσεις. Η επικοινωνία, άλλωστε, αποτελεί και η ίδια τρόπο σύναψης σχέσης: ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη μιλούν, ακούν και ανταποκρίνονται μπορεί να μετασχηματίσει τόσο τα προσωπικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων όσο και τις αναδυόμενες ιδιότητες του συστήματος στο σύνολό του.
Στο σχολικό περιβάλλον, η ομαδο-συνεργατική δομή ενισχύει την αξία της ενεργητικής ακρόασης και συμμετοχής. Οι μαθητές εγκαταλείπουν τον παθητικό ρόλο του ακροατή και υιοθετούν ενεργό ρόλο στη μαθησιακή διαδικασία, συμμετέχοντας σε συζητήσεις, αποφάσεις και βιωματικές ασκήσεις. Ακούν ενεργητικά τον άλλον, δίνουν χρόνο στην έκφραση της γνώμης και συνδιαμορφώνουν το περιεχόμενο της παιδαγωγικής διαδικασίας. Μαθαίνουν πρώτα να ακούνε και ύστερα να τοποθετούνται.
Η ομάδα, παράλληλα, λειτουργεί ως χώρος καλλιέργειας ενσυναίσθησης, αυτοελέγχου και συνεργασίας – δεξιοτήτων κρίσιμων για την ψυχική ανθεκτικότητα των εφήβων και τη σχολική επιτυχία. Η ύπαρξη σταθερών κανόνων, όπως η εχεμύθεια, ο σεβασμός και η ισότιμη συμμετοχή, συμβάλλει στη δημιουργία ενός «ασφαλούς χώρου», όπου οι έφηβοι μπορούν να εκφράσουν ανησυχίες, αμηχανίες ή προσωπικές εμπειρίες χωρίς φόβο στιγματισμού. Έτσι διαμορφώνεται σταδιακά μια κουλτούρα ασφάλειας και αποδοχής που τα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερα στην κρίσιμη μεταβατική περίοδο της εφηβείας.
Ποιες είναι οι ψυχοπαιδαγωγικές αρχές των ομαδικών δράσεων;
«Οι δράσεις διαλόγου που γίνονται στα σχολεία δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά να ξεφύγουν για λίγο από το αυστηρό πρόγραμμα των μαθημάτων, να παίξουν, να δημιουργήσουν, να ακούσουν άλλα παιδιά και να μοιραστούν μαζί τους τη γνώμη τους» επισημαίνει ο Σάββας Μεταξάς, συντονιστής εφηβικής συμβουλευτικής ομάδας και εκπαιδευτικών δράσεων στο Πρόγραμμα Νεανικής Συμμετοχής YES της Πρωτοβουλίας. «Επίσης μπορούν να δουν και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς αλλιώς και να τους προσεγγίσουν μέσα από μια διαφορετική συνθήκη από αυτήν του μαθήματος».
Ωστόσο, οι δράσεις αυτές δεν αποτελούν αυθόρμητο παιχνίδι, αλλά στηρίζονται σε ένα σύνολο παιδαγωγικών αρχών που διασφαλίζουν τόσο την ομαλή λειτουργία της ομάδας όσο και την εκπαιδευτική τους αποτελεσματικότητα. Η μετάβαση των μαθητών από μια απλή, επιφανειακή συμμετοχή σε αποτελεσματική επικοινωνία και ουσιαστικό διάλογο δεν είναι αυτονόητη. Προϋποθέτει σαφή οριοθέτηση ρόλων, καλλιέργεια ενεργητικής ακρόασης και σταθερή, διακριτική διευκόλυνση από τον εκπαιδευτικό.
Με αυτόν τον τρόπο πλαισιωμένη, η ομάδα λειτουργεί ως καθρέφτης που επιτρέπει στους εφήβους να αναγνωρίσουν προσωπικές ανάγκες, συναισθήματα και γνωστικά μοτίβα μέσω της αλληλεπίδρασης, της ανατροφοδότησης και της κοινής διερεύνησης των εμπειριών τους. Παράλληλα, η συλλογική προσπάθεια, η διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων και η κοινή λήψη αποφάσεων ενισχύουν την αίσθηση του «ανήκειν» και καλλιεργούν τη δέσμευση των μαθητών απέναντι στην ομάδα.
Η συστηματική συμμετοχή σε δραστηριότητες που ενθαρρύνουν την κατανόηση και την αποδοχή διαφορετικών οπτικών μπορεί να συμβάλει στη μείωση επιθετικών ή απορριπτικών συμπεριφορών και σταδιακά να προάγει μια κουλτούρα σεβασμού και συνεργασίας στο σχολικό περιβάλλον. Κάθε παιδί, κάθε έφηβος, είναι σημαντικό να νιώθει ότι προσφέρει κάτι ξεχωριστό στην ομάδα και παράλληλα ότι εισπράττει κάτι εξίσου ουσιαστικό από αυτήν.
Ο κρίσιμος ρόλος του εκπαιδευτικού
Ο εκπαιδευτικός λειτουργεί καταλυτικά, προωθώντας την ανάπτυξη ομαδικών δράσεων στο σχολείο. Παραμένει κεντρικός άξονας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά ο ρόλος του διαφοροποιείται: από κύριος φορέας και μεταδότης της γνώσης στην παραδοσιακή προσέγγιση, μετατρέπεται σε “διευκολυντή”, συντονιστή και εμψυχωτή στη συμμετοχική και ομαδική μάθηση. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι απλώς μεθοδολογική· είναι βαθιά παιδαγωγική και αντανακλά τη φιλοσοφία της συνεργατικής και βιωματικής μάθησης, όπου προτεραιότητα έχει η συλλογική διερεύνηση και η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των μαθητών.
Επιπλέον, ο εκπαιδευτικός ρυθμίζει και ενισχύει τη συμμετοχή. Ενθαρρύνει τους μαθητές να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να διατυπώσουν σκέψεις, να μοιραστούν εμπειρίες και να εμπλακούν ενεργά στη συλλογική διαδικασία. Σε περιπτώσεις μαθητών που διστάζουν ή αποσύρονται, η ενθάρρυνση γίνεται με τρόπους που σέβονται τον προσωπικό ρυθμό και τα όρια του κάθε παιδιού. Στόχος δεν είναι η αναγκαστική συμμετοχή, αλλά η σταδιακή ενεργοποίηση μέσα από τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης.
Βασικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι η παρατήρηση. Ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να παρατηρεί πώς συμπεριφέρεται κάθε παιδί στην ομάδα, πώς, πού και γιατί επιλέγει να σιωπά ή να απέχει. Οφείλει επίσης να παρατηρεί τη δική του συμπεριφορά: σε ποιους μαθητές δίνει το λόγο, πόσο περιμένει, πόσο πραγματικά ακούει τη γνώμη των εφήβων.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο του ρόλου του εκπαιδευτικού είναι η διαχείριση της ομαδικής δυναμικής. Η ομάδα είναι ένα ζωντανό σύστημα που περνά από φάσεις (διαμόρφωση, σύγκρουση, συνοχή, δράση), και κάθε φάση απαιτεί διαφορετικές παρεμβάσεις. Τα μέλη της ομάδας βρίσκονται μεταξύ τους σε αλληλεξάρτηση και αλληλοσυσχέτιση και τελικά είναι αυτά που θα δώσουν λύση στα ζητήματα που προκύπτουν. Ο εκπαιδευτικός ενισχύει αυτή τη σχέση μέσα από την καλλιέργεια εμπιστοσύνης, την προώθηση της επικοινωνίας και την ενίσχυση της σύνδεσης.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η σχέση παιδαγωγού–μαθητή μετασχηματίζεται ουσιαστικά. Δεν πρόκειται πλέον για μια κάθετη σχέση αυθεντίας, αλλά για μια σχέση συνεργασίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, όπου ο εκπαιδευτικός συνοδεύει, καθοδηγεί και υποστηρίζει χωρίς να επιβάλλεται. Η μάθηση γίνεται μια κοινή, διαδραστική εμπειρία και όχι μια μονόδρομη διαδικασία.
Στο σύνολό του, ο ρόλος του εκπαιδευτικού–εμψυχωτή αποτελεί κομβικό παράγοντα για την επιτυχία των ομαδικών παρεμβάσεων στο σχολείο. Δεν είναι απλώς τεχνική δεξιότητα, αλλά μια διαφορετική παιδαγωγική στάση που βλέπει το παιδί ως ενεργό υποκείμενο, τη μάθηση ως σχέση και την ομάδα ως ζωντανό πεδίο ανάπτυξης.
Τι μας είπαν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί
Πολύτιμη ήταν η ανατροφοδότηση που λάβαμε από εκπαιδευτικούς–συνεργούς που συμμετείχαν σε δράσεις διαλόγου σε σχολεία της χώρας κατά τη σχολική χρονιά 2023–2024. Μεταφέρουμε εδώ, ανώνυμα, κάποιες από τις δηλώσεις τους:
«Η εργασία σε ομάδες έδωσε σε όλους τους μαθητές τη δυνατότητα να εκφράσουν κυρίως αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν, αλλά και να μιλήσουν για συμπεριφορές που παρατηρούν και δεν έχουν δυνατότητα να συζητήσουν ανοιχτά στο πλαίσιο του ωρολογίου προγράμματος».
«Δράσεις όπως αυτή βοηθούν τα παιδιά να εκφραστούν, να προβληματιστούν, να αλληλεπιδράσουν, να έρθουν πιο κοντά, να αναμετρηθούν με ταμπού και προκαταλήψεις. Υπήρξε ενθουσιασμός από τους μαθητές, καθώς κάθε τι που ξεφεύγει από τα όρια της τυπικής εκπαίδευσης τους αγγίζει ιδιαίτερα».
«Ήταν μια ευκαιρία να αλλάξουν την τάξη τους, να καθίσουν σε κύκλο, να μάθουν πράγματα για τους συμμαθητές τους που δεν γνώριζαν».
«Η συζήτηση ανέδειξε ως σημαντικό το ζήτημα της ασφάλειας που θέλουν να νιώθουν τα παιδιά για να ανοιχτούν, είτε σε συνομήλικούς τους είτε σε κάποιον καθηγητή. Τόνισαν επίσης την ανάγκη ύπαρξης ψυχολόγου που θα βρίσκεται καθημερινά στο σχολείο».

Συμπερασματικά
Η ομαδοσυνεργατική προσέγγιση ως παιδαγωγική πρακτική συνιστά ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο μάθησης που υποστηρίζει όχι μόνο τη γνωστική, αλλά και την ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη των εφήβων. Η ενσωμάτωσή της στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να συμβάλει στην υιοθέτηση ενός ανθρωποκεντρικού μοντέλου εκπαίδευσης, που αξιοποιεί τον διάλογο, τη συνεργασία και τη βιωματική εμπλοκή ως βασικούς μοχλούς μάθησης.
Παράλληλα, η υλοποίηση ομάδων εντός των σχολείων στηρίζει και ενισχύει τα απαραίτητα βήματα που χρειάζεται να κάνει ένα άτομο για την ψυχοκοινωνική του διαφοροποίηση: να μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, να συνεργάζεται και να έρχεται σε διάλογο με τα μέλη της ομάδας. Η εδραίωση αυτού του διαλόγου απαιτεί βασική εμπιστοσύνη, μοίρασμα, ειλικρίνεια και –το σημαντικότερο– απουσία ανάγκης για έλεγχο.
Αποτελεί, επομένως, μια αναγκαία καινοτομία για τα σχολεία που επιδιώκουν να προάγουν όχι μόνο μορφωμένα, αλλά και ψυχικά ανθεκτικά, συνεργατικά και κοινωνικά συνειδητοποιημένα άτομα.
Η Κατερίνα Προνοΐτη είναι Υπεύθυνη Διοικητικής Παρακολούθησης και Υποστήριξης Προγράμματος Νεανικής Συμμετοχής στην Πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία Παιδιών & Εφήβων.
Το πρόγραμμα της Πρωτοβουλίας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών & Εφήβων καταρτίζεται και υλοποιείται από ένα πανελλαδικό Δίκτυο φορέων και επαγγελματιών ψυχικής υγείας του δημοσίου τομέα, σε συνεργασία με το Child Mind Institute (Νέα Υόρκη) και με τη στήριξη του Υπουργείου Υγείας.
Η Πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία Παιδιών & Εφήβων υποστηρίζεται αποκλειστικά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στο πλαίσιο της Διεθνούς Πρωτοβουλίας για την Υγεία (ΔΠΥ) του ΙΣΝ.